ἀπονενοημένως
adv. sobre el part. perf. pas. de ἀπονοέω
1 desesperadamente
ἐχώρουνX.HG 7.2.8, cf. Luc.DMort.27.2.
2 en disposición dé renuncia a
πρὸς δὲ τὰ γεύματα ἀ. εἶχενHp.Epid.3.17.2,
ἀ. δὲ πρὸς τὸ ζῆν διακείμενονIsoc.6.75.
ἐχώρουνX.HG 7.2.8, cf. Luc.DMort.27.2.
πρὸς δὲ τὰ γεύματα ἀ. εἶχενHp.Epid.3.17.2,
ἀ. δὲ πρὸς τὸ ζῆν διακείμενονIsoc.6.75.