ἀπονεμητικός, -ή, -όν
1 que distribuye lo que corresponde, distributivo
τὸ ἀ. (ἦθος) κατ' ἀξίαν ἑκάστῳM.Ant.1.16.1,
ἡ δὲ δικαιοσύνη ... ἀ. ... ἑκάστῳ τῶν πρὸς ἀξίανGal.19.384,
δικαιοσύνη ἰσότης τίς ἐστιν ἀπονεμητικήAsp.in EN 158.22.
2 adv. -ῶς distributivamente Chrysipp.Stoic.3.72.