ἀποναίω
• Morfología: [sólo aor.]


I intr., en v. med.-pas. marcharse de su casa, emigrar, exiliarse Δουλίχιόνδ' ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς Il.2.629, cf. Od.15.254.

II tr.

1 en v. act. echar, obligar a marcharse περικαλλέα κούρην ἂψ ἀπονάσσωσιν Il.16.86
hacer emigrar, desterrar ἥν ... ἐς Λιβύην ἀπένασσε A.R.4.1492, de pueblos τοὺς ἀ[πέ]νασσαν ἐκεῖ Νισαῖοι Μεγαρῆες Call.Fr.43.51
en v. pas. c. gen. ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην E.Med.166, σᾶς ἀπενάσθην πατρίδος E.IT 175.

2 en v. med. c. ac. παῖδ' ἀπενάσσατο dejó a su hijo E.IT 1260 (text. dud.).