ἀποναρκάω


1 embotarse οὐκ ἀποναρκᾷ ἡ χείρ Basil.M.31.269B, c. ac. int. ταῖς τῶν τυράννων ἀπειλαῖς τὰς ψυχάς τινες ἀπενάρκησαν Eus.HE 10.4.35.

2 fig. remolonear πρὸς πόνους Plu.2.8f, πρὸς τὸ εὔχεσθαι Origenes Or.5.6, cf. Hsch.s.u. ἀποναρκήσαντες
c. inf. manifestarse remiso a διελεῖν εἰς δύο Cyr.Al.M.77.569A, τοῦτο λέγειν Cyr.Al.M.73.376A.