ἀπομύω
1 cerrar los ojos a ref. a lo espiritual o místico
τὰς ἀγαθοπτικὰς δυνάμειςDion.Ar.DN M.3.725C,
τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψειςDion.Ar.Myst.M.3.1001A
•cerrar
πρὸς τὸ ... θεῖον ... φῶς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπομύσαντεςGr.Nyss.M.46.1180B.
2 fig. marchitar
τὰς βλάστας διὰ τὴν ἁμαρτίανMeth.Symp.10.5 (127.23).