< ἀπομίμημα
ἀπομιμνῄσκομαι >
ἀπομίμησις
,
-εως, ἡ
imitación
τοῦ ὅλου
Hp.
Vict
.1.10, I.
AI
3.180,
τῆς τοῦ κόσμου περιφορᾶς
Plu.
Num
.14
•
abs., Phld.
Lib
.p.45.