< ἀπομιμέομαι
ἀπομίμησις >
ἀπομίμημα
,
-ματος, τό
imitación
τοῦ κατασκευάσματος ἀπομιμήματα
de unos trípodes, D.S.16.26,
τῆς ... γενομένης ἑορτῆς
Bato Sinop.5.