ἀπομωρόω


atontar, producir sopor y pérdida de la consciencia φασι (μανδραγόραν) ... ἐσθιομένην ... ἀπομωροῦν Dsc.4.75, en v. pas. βοτάνη ... διδομένη ... τοῖς ἀπομωρουμένοις Asclep. en Aët.6.16.