ἀπομωραίνομαι
entontecer, hacerse fatuo
τῶν ἀρχόντων ... ἀπομωρανθέντωνEus.Is.77,
ἀπομωρανθείσης φρενόςCyr.Al.M.68.181B
•fig. de la sal hacerse insípido
ἀπομωρανθὲν δὲ τὸ ἅλαςCyr.Al.M.68.181B.
τῶν ἀρχόντων ... ἀπομωρανθέντωνEus.Is.77,
ἀπομωρανθείσης φρενόςCyr.Al.M.68.181B
ἀπομωρανθὲν δὲ τὸ ἅλαςCyr.Al.M.68.181B.