ἀπομαντεύομαι
1 presagiar, intuir, adivinar c. ac. u or. complet.
τὸ μέλλον ἥξεινPl.R.516d, cf. 505e,
ὥσπερ ἀπομεμαντευμένα, ὡς ἄνευ αὐτοῦ οὐ δύναται εἰδέναιPlot.5.5.12,
τοῦτο Ὅμηρος ... ἀπεμαντεύσατοIul.Or.11.149c
•c. doble ac.
τρίτον ... τι τὸ ὄνPl.Sph.250c
•abs., Pl.Ly.216d
•c. gen.
τῆς διανοίας αὐτοῦGal.13.473,
τῆς γνώμης αὐτοῦGal.15.204.
2 hablar irracionalmente, desvariar
πολλὰ καὶ δεινάD.C.59.9.3,
καὶ ἀπομαντευόμενος λέγεις ὅ τι ἄν σοι ἐπὶ θυμὸν ἔλθοιIust.Phil.Dial.9.1, cf. Didym.M.39.984B.