< ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι >
ἀπομαντεία
,
-ας, ἡ
sent. dud. quizá
conjuro contrario
op. καταμαντεία y μαντεία Iul.Laod. en
Cat.Cod.Astr
.5(1).190.31.