ἀποκῑνέω
• Morfología: [aor. ἀποκινήσασκε Il.11.636]
1 apartar, retirar c. ac. y gen.
ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν (δέπας)Il.l.c.,
μή μ' ἀποκινήσωσι θυράωνOd.22.107, c. ac.
τοὺς σφῆναςD.P.Au.1.14.
2 intr. retirarse, alejarse de una ciudad, Aen.Tact.10.5, cf. Polyaen.1.43.2
•zarpar
ἡ ναῦς ἀπεκινεῖτοX.Eph.1.10.8
•librarse c. gen.
τῆς ὀδύνηςHp.Morb.2.69.