< ἀποκολακεύω·
ἀποκολλάω >
ἀποκόλαστος
,
-ον
no castigado
διὰ τὸ ... τὸν ἐπιχειροῦντα ἀποκόλαστον γίνεσθαι
Zos.Alch.241.3.