< ἀποκομπάζω
ἀποκονίω >
ἀποκονδυλόομαι
convertirse en un bulto calloso
,
un condiloma
ἐπειδὴ δὲ συμβαίνει τὰς ῥαγάδας ... ἀποκονδυλοῦσθαι
Paul.Aeg.3.75.