ἀποκομπάζω
1 romperse con ruido, saltar
λύρας ἀπεκόμπασε χορδάAP 6.54.5 (Paul.Sil.).
2 gloriarse
ὁ δ' ἠλάλαξε κἀτεκόμπασεν τάδεE.HF 981, cf. Simp.in Ph.1143.8
•usar un lenguaje despreciativo
εἰς τὸν ΧριστόνSoz.HE 6.1.3.
λύρας ἀπεκόμπασε χορδάAP 6.54.5 (Paul.Sil.).
ὁ δ' ἠλάλαξε κἀτεκόμπασεν τάδεE.HF 981, cf. Simp.in Ph.1143.8
εἰς τὸν ΧριστόνSoz.HE 6.1.3.