ἀποκληρόω
I
πέντε ἑωυτῶνHdt.2.32,
ἐκ δεκάδος γὰρ ἕναHdt.3.25,
τοὺς τρεῖςPl.Lg.763e,
τοὺς πέντεPl.Lg.763e,
διεβίβαζον ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας ἀποκληρώσαντες ἀπὸ πάντων τῶν λόχωνTh.4.8,
τοὺς ἡμίσεις τούτωνPl.Lg.756e, SB 10075.17 (VI d.C.)
•de cargos públicos
πρυτάνειςTh.8.70,
βουλήνAnd.Myst.82,
σιτοφύλακαςLys.22.16,
τὰ δικαστήριαD.C.38.7.6, Luc.Bis Acc.4, 12, en v. pas.
Ἑλίκη καὶ Ἀρχεδίκη ἀποκληρωθεῖσαι ὑπὸ τῶν λοιπῶνMarm.Par.A 9
•tb. en v. med., Ph.2.508.
2 sortear, asignar por sorteo c. otros ac.
χώραν τῆς Ἰταλίας ἀπεκλήρωσε πολλήνPlu.Caes.51,
τὰς πολιτείαςPlu.2.826e,
στέφανονHld.4.2.1
•en v. pas.
ὅτι ἐλάχετε, εἶτ' ἀπεκληρώθητεD.25.27,
τοιοῦτο γάρ σοι ἀποκεκλήρωταιLuc.Merc.Cond.32,
μιᾶς χώρας τῆς ἀποκεκληρωμένηςPh.2.577, fig.
ἀποκεκληρωμένος φόβον τε καὶ λύπηνPh.1.214.
II eliminar mediante sorteo
τοὺς πλείουςArist.Pol.1298b26.