ἀποκείρω
I en v. act. cortar
ἀπὸ δ' ἄμφω κέρσε τένοντεIl.10.456, Hes.Sc.419,
ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσενIl.13.546
•hacer una excisión
εἰ μή τις ἀποκείρει τῶν οὐάτων τὴν κορυφήνHp.Cord.7
•arrancar, sacar
ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ ἧπαρLuc.Prom.2
•destruir en v. pas.
ἀπὸ δὲ στεφάναν κέκαρσαι πύργωνE.Hec.910, fig.
ἀποκείρεται σὸν ἄνθος πόλεοςE.HF 875,
ἀπέκειρε γὰρ τὴν ἀκμὴν τῆς ΣπάρτηςDemad.87.12.
II
τὰς ἵππουςX.Eq.5.8,
τὸν υἱόνThphr.Char.21.3,
κόμηνPlu.2.168d,
γενείων τε ἀποκείρας αὐτὸν καὶ χαίτηςPhilostr.VA 7.34,
ἀποκειράτω τὸν πώγωνα ἐν χρῷque se corte la barba al rape Luc.Pisc.46
•en v. pas.
δὶς ἀποκαρέντα ... πρόβαταD.S.1.36,
ἐν χρῷ ... ἀποκεκαρμένηLuc.DMeretr.5.3,
αὐτὴν ... σκάφιον ἀποκεκαρμένηνella con el pelo cortado a tazón Ar.Th.838.
2 fig. despojar, robar
τοὺς παχεῖς τῶν ἀνθρώπωνLuc.Alex.6, cf. D.H.9.23.
3 en v. med. cortarse el pelo
ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτηνIl.23.141,
κόμαςPl.Phd.89b,
τὸ γένειονD.C.79.14.4
•en señal de duelo raparse
τὰς κεφαλάςHdt.6.21
•fig.
(Γαῖα) ἀνέμοις ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην(la Tierra) por obra de los vientos se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.2.639, 11.514
•abs. Ar.Nu.836, ref. a las cejas, Arist.HA 518b7, en señal de luto, Is.4.7.