< ἀποκείρω
ἀποκεκινδυνευμένως >
ἀποκεκαλυμμένως
adv. sobre el part. perf. de ἀποκαλύπτω
abiertamente
Isoc.8.62, D.H.
Rh
.8.3, Phld.
Sto
.p.63, Lib.
Or
.1.37.