ἀποκαλέω
I c. ac. de pers.
1 llamar, hacer regresar, reclamar
τὸν Λυκόφρονα ἐπὶ τὴν τυραννίδαHdt.3.53,
ἦλθε ... ἄγγελος ἀποκαλέων αὐτούςHdt.4.203, cf. X.Cyr.1.4.25.
2 llamar aparte
αὐτοὺς τοὺς στρατηγούςX.An.7.3.35.
II c. ac. de pers. y otro pred.
1 llamar a alguien algo, tachar de gener. sent. peyor.
τὸν τοῦ μανέντος ... ξύναιμον ἀποκαλοῦντεςS.Ai.727,
οἵ με τὸν γάμων ἀπεκάλουν ἥσσοναE.IA 1354,
γυναῖκάς σφεας ἀπεκάλεονlos tachaban de mujeres Hdt.9.20,
τοὺς ἄλλους ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμουςAnd.4.16,
ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκαλέσαις ἂν μηχανοποιόνPl.Grg.512c,
ἀργούςX.Mem.1.2.57,
πόρνον αὐτὸνX.Mem.1.6.13,
οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺςD.21.211,
ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτουςArist.EN 1168a30,
παράσιτονTimocl.19,
ἀλάστορα τὸν ΦίλιππονD.19.305, cf. Plb.Fr.98,
προδόταςPlb.18.14.11,
χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶνtachando (eso) de broma Pl.Tht.168d
•en v. pas.
μὴ λυμεῶνες ἀποκαλεῖσθαιIsoc.4.80
•tb. de abstr.
ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτονIsoc.13.4,
τὸν ... ῥυθμὸν ἄρρενAristid.Quint.40.21, cf. 5.1.
2 sin connotación peyorativa
τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδειςArist.EN 1109b18,
τὸν ἵππον τοιοῦτον ... ἐλευθέριόν τε καὶ ἐθελουργόνX.Eq.10.17 (cód.),
τὸν Μίνω θεοῦ μεγάλου ὀαριστήνPlu.2.776e.