< ἀποκαλά
ἀποκαλέω >
ἀποκαλαμουργέω
prob.
sujetar las vides con cañas
o
rodrigones
ἀμπ]ελικῷ πλέω ἐλάττ[ω ἀ]ποκαλαμουργο[υμ]ένων
PLond
.1003.7 (VI d.C.).