ἀποικονομέω
1 en v. act. retirar, apartar
βάροςAntyll. en Orib.6.6.1.
2 en v. med. quitarse de encima
πᾶν πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆςHierocl.p.51,
ταῦτα γὰρ οὐκ αὐτῇ φύσει ἀλλὰ παρόντα μόνον φεύγει ὁ λογισμὸς ἀποικονομούμενοςestos objetos, que no existen por naturaleza sino que son transitorios, el pensamiento los rehúye apartándolos de sí Plot.1.4.6,
τὸ λυπηρόνPlot.5.9.1,
συμβουλεύει ἐκλέγεσθαί τι ἢ ἀποικονομεῖσθαι τῶν ἐπιτηδευμάτωνProcl.in Prm.651.39
•c. compl. de direcc. transportar
εἰς τὴν σκηνὴν διὰ τάχους ἀποικονομεῖσθαι δεῖ(al enfermo), Herod.Med. en Orib.10.37.17.