ἀποικοδομέω
1 obstruir con barricadas
τὰς θύραςTh.1.134,
τὰς ὁδούςTh.7.73,
τὴν χαράδρανD.55.5, 18
•en v. pas.
τὸ ὕδωρD.55.30, cf. 20,
αἱ ... διώρυχες ἀπῳκοδομήθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίωνPlu.Caes.49,
τὰς πύλαςPolyaen.7.30.
2 reconstruir, reparar
τὸ διερρηγμένον τοῦ τείχουςIul.Or.3.66a.