< ἀπόθετος
ἀποθεωρέω >
ἀποθέω
• Morfología:
[fut. ἀποθεύσομαι Hdt.8.56]
huir
ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι
Hdt.l.c.,
ᾤχοντο ἀποθέοντες
X.
Cyr
.7.5.40.