< ἀποδρασκάζω
ἀποδρεπανισθῆναι >
ἀποδράω
• Morfología:
[inf. aor. pas. -δρασθεῖν]
retirarse de la escena
καὶ οὐδ' ἂν τὸν Δία ἴσως ἡ κωμῳδία τοῦ τηνικαῦτα ἀ. ὑπεξείλετο
Them.
Or
.7.91a.