< ἀπόδρασις
ἀποδράω >
ἀποδρασκάζω
escapar
ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου
Tz.
H
.1.505
•
fig.
τῶν δυσχερῶν
Tz.Comm
.Ar.1.96.8.