< ἀποδιαληπτός
ἀποδιαλύω >
ἀποδιάληψις
,
-εως, ἡ
1
división
τῆς μεριστῆς
Iambl.
Myst
.1.9,
τοῦ μέρους
Procl.
in Prm
.868.17.
2
abstracción
τῶν ἐπινοιῶν
Dexipp.
in Cat
.40.9.