< ἀποδιάληψις
ἀποδιανομά >
ἀποδιαλύω
1
disolver
,
disipar
νωθρότητας ἐκ τῶν ὕπνων
Antyll. en Orib.6.21.36.
2
refutar
λόγον
Phld.
Her
.19.16.