< ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέομαι >
ἀποδιάθεσις
,
-εως, ἡ
separación
,
aversión
ἡ πρὸς τὴν ὑλικὴν περιουσίαν ἀ.
Gr.Nyss.M.46.164C.