< ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπομπητέον >
ἀποδιοπόμπησις
,
-εως, ἡ
sacrificio expiatorio
ἴθι ἐπὶ τὰς ἀποδιοπομπήσεις
Pl.
Lg
.854b, cit. en Arr.
Epict
.2.18.20.