ἀπογίγνομαι
• Alolema(s): jón. y át. tard. -γίνομαι
I abs.
1 de pers. estar ausente
οὐδὲ μὴν ἀπογενέσθαι ἢ παραγενέσθαιAntipho 2.3.5, cf. Pl.Cra.420a,
δέκα μῆνας ἀπογενομένου τἀνθρώπουD.8.35,
μηδεμίαν ἀπ' αὐτῶν νύκτα ἀ.Aeschin.2.126,
ἀντὶ τῶν ἀπογενομένων κοινῶνGDI 1832.12 (Delfos II a.C.).
2 de pers., fig. morir
ἀ. ἐκ τῶν οἰκίωνmorir fuera de su casa Hdt.2.85, cf. 136, IG 92.718.37 (Calion V a.C.), Th.5.74, Ocell.1.14
•οἱ ἀπογενόμενοι los muertos Th.2.34, cf. Teles p.59.11, 60.13,
τῶν ἀπογενομένων καλῶςIG 22.1277.15 (III a.C.), cf. PRyl.65.9 (I a.C.), Plu.2.109f, c. dat.
ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενοιmuertos a los pecados 1Ep.Petr.2.24,
τὸν ὕστατον αἰεὶ ἀπογενόμενονel último que muere cada vez Hdt.6.58, cf. 5.4
•tb.
οἱ ἀπογιγνόμενοιlos muertos Th.2.51, cf. de animales, Hdt.3.111.
3 de cosas, ideas y cualidades, op. προσγίγνομαι faltar, desaparecer
ἀπογινομένου γάρ τευ ἂν ἀλγέοι ἢ προσγινομένουMeliss.B 7, cf. Zeno Eleat.B 2, Pl.Ti.82b,
πόσου προσγενομένου καὶ ἀπογενρμένουcon qué aumento o disminución (de precio), Pl.Lg.850a, cf. Phd.69b,
ἀπεγίγνετο μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ ..., προσεγίγνετοTh.2.98, cf. Arist.Ph.245a14,
op. παραγίγνομαιPl.Sph.247a
•perderse, caerse
ζώιοις κέρατα ... ἀπογίνεταιPaus.5.12.2.
4 de impuestos ser suprimido, Stud.Pal.4.398 (p.70) (I d.C.).
5 de pers. c. gen. no participar en
τῆς μάχηςHdt.9.69,
τῶν ἁμαρτημάτωνTh.1.39
•liberarse
μείζονος κακοῦArist.Po.1461a9,
κακῶνI.AI 19.178.
II
τῶν ἀπογιγνομένων ... καθ' ἔτος καρπῶνSB 7188.7 (II a.C.).
2 c. εἰς + ac. convertirse en
εἰς τρίχας καὶ αἷμαArist.HA 595b1.
3 c. pred. llegar
δωδεκαταῖοςHp.Epid.4.11.
4 de períodos de tiempo pasar Hp.Oct.1.16,
τοῦ ἀπογινομένου ἔτουςPLips.59.12 (IV d.C.).