ἀπογιγνώσκω
• Alolema(s): tard. ἀπογινώσκω LXX 2Ma.9.22, Ph.2.426, I.BI 4.79
• Morfología: [aor. sigm. ἀπέγνωσα PCair.Zen.3.298.4 (III a.C.), cf. Plb.1.29.5]
I en gener.
1 renunciar a, abandonar la idea de gener. c. inf.
τοῦ μάχεσθαιX.An.1.7.19,
τοῦ ... παραφυλάττειν τὸν ἐπίπλουνPlb.1.29.5,
τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαιX.HG 7.5.7, sin art.
διώκεινPlu.Ant.34,
πλεῖνPlu.Thes.6,
αἱρήσεινArr.An.3.20.3,
ἀκούσεσθαιLuc.Icar.10,
τὴν μὲν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖνArr.An.1.5.8, cf. D.Chr.32.8
•c. μή e inf.:
μὴ βοηθεῖνD.15.9,
μὴ συγχωρῆσαιIG 22.457.18 (IV a.C.).
2 desesperar abs., de pers., D.4.42,
μηδ' αὖτ' ἀπογνῷς, μηδ' ἀπελπίσῃςBabr.43.18,
ὑπὲρ σφῶνIul.Or.3.61c,
ἄνθρωποι ἀπεγνωκότεςhombres desesperados Plu.Alex.16, tb.
ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποιHdn.1.16.4,
ἀπεγνωσμένων σκεπαστής (ὁ θεός)LXX Iu.9.11, cf. Eus.HE 10.4.10, Hdn.4.4.3,
ἀπεγνωσμένας ἐλπίδαςesperanzas perdidas Plb.30.8.3
•c. gen. desesperar de
τῆς ἐλευθερίαςLys.2.46,
οὐδενὸς ... πράγματοςMen.Fr.119,
τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ βοηθείαςI.AI 3.297,
τῆς σωτηρίαςPlu.2.771c,
ὡς ἀνιάτωνcomo de gente incurable D.Chr.32.97
•c. ac. abandonar por falta de confianza, desesperar de
τὴν σωτηρίανArist.EN 1115b2, Plb.1.86.1, I.BI 4.79,
μεMen.Sam.484,
ἀπογνοὺς αὑτόνPlb.21.26.14,
τὰς πρεσβείαςPlb.5.1.5,
τὰς ἐλπίδαςPlb.2.35.1, Ph.2.283,
τὴν ὠφέλειανPh.1.176,
τὴν ἐλευθερίανPlu.2.166d,
ἀκρίβειανPorph.Antr.36,
τὴν ἐπάνοδονIM 17.24, cf. App.Hisp.37
•en gener. rechazar de abstr.
εὐρύθμους ... ἐπιδέσιαςHp.Medic.4,
φιλίανIambl.VP 102,
τὰ θνητάPh.1.299, de pers.
ΘηβαίουςD.6.16, cf. 3.33,
τὸν ... ΝίγρονD.C.73.15.2
•ignorar
τοὺς υἱοὺς αὐτοῦLXX De.33.9,
τὰ κατ' ἐμαυτόνLXX 2Ma.9.22
•renunciar a
ἀσφάλειανPh.2.321, cf. 426
•en v. pas. desesperarse, perderse abs.
ὥστε πανταχῇ τὰ παρ' ὑμῶν ἀπογνωσθῆναιD.19.54,
ἀπέγνωστο παντάπασιν ἡ ἐλευθερίαLuc.Tyr.6,
ὅταν ἀπογνωσθῇ ... ἐλπίςD.H.5.15.4
•en medic. ser desahuciado
ὑπὸ τῶν ἰατρῶνPlu.Per.13, Luc.Abd.4, cf. Hierocl.Facet.176.
II sent. jur.
1 desestimar
γραφήνun escrito de acusación D.22.39,
τὴν ἔνδειξινD.58.17.
2 absolver c. gen. de pers. ἀ. μου (sc. δίκην o γραφήν) rechazar un cargo contra alguien D.40.39,
ἐμοῦAeschin.2.6,
Λεωχάρους ἅ ...Is.5.34, c. inf.
ἐμοῦ ... ἀ. ... μὴ ἀδικεῖνabsolverme de la acusación de injusticia Lys.1.34
•c. gen. de cosa
τῆς δίκηςD.34.21
•abs.
μήτ' ἀπογνώτω μηδὲν μήτε καταγνώτωni absuelva ni condene Aeschin.3.60.
3 ser declarado culpable, convicto en v. pas.
διὰ τί τοὺς ἀπεγνωσμένους ἐπὶ κλοπαῖς ... «φουρκίφερας» καλοῦσιν;Plu.2.280e.