< ἀπογραφευτέον
ἀπογρᾰφή >
ἀπογραφέω
inscribir
,
registrar
en v. pas.
ἀπογραφεῖσθαι ἐν πρωτατιογράφῳ ὑπὸ τοῦ πατρός
PSI
1240.4 (II d.C.).