< ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλακτισμός >
ἀπογαλάκτισις
,
-εως, ἡ
destete
περὶ τροφῆς βρέφους καὶ ἀπογαλακτίσεως
Ar.Byz.
Epit
.42.14.