ἀπογαλακτίζω
tr. destetar
ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖDiph.74.3,
ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π]αιδίονPOxy.37.1.22 (I d.C.),
τὸ βρέφοςSor.86.28, en v. pas.
ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθηLXX Ge.21.8,
ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦLXX Ps.130.2,
αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένουςPStras.30.11 (III d.C.),
οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτοςlos recién destetados LXX Is.28.9, cf. Aët.4.28, PLips.31.20 (II d.C.), Et.Gen.1064
•fig.
ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτοςEus.M.24.288D,
ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεωςBasil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.