< ἀποβηματίζω
ἀποβιάζομαι >
ἀποβήσσω
toser
Hp.
Int
.1, c. ac. adverb.
ξηρὸν ἀποβήξεται
Hp.
Mul
.1.41
•
esputar
τὸ πτύσμα
Hp.
Aph
.5.11.