< ἀποβάλλω
ἀπόβαμμα >
ἀποβάλσαμον
,
-ου, τό
jugo del balsamero
,
bálsamo de la Meca
τιμῆς ἀποβαλσάμου
BGU
34.re.5.13 (II/III d.C.) en
BL
1.10; v. tb. ὀποβάλσαμον.