ἀποβιβάζω
1 desembocar
τοὺς πεζούςTh.7.29,
ἐς ... τὴν Τάναγραν ... αὐτούςTh.7.29,
ἐς τὴν νησῖδα ... πολλούςHdt.8.76,
αὐτὸν καὶ παῖδας ... εἰς τὸν λιμέναPl.Grg.511e,
εἰς τὴν πολεμίαν ... τὸν πόδαAr.V.1163,
(αὐτόν) ὅποι αὐτὸς κελεύοιX.HG 7.4.3,
τὰς δυνάμειςPlb.3.41.6, cf. 1.44.6, 3.18.10
•tb. en v. med.
τούτους ... ἀπὸ τῶν νεῶν ἀπεβιβάσατοHdt.9.32.
2 fig. despojar, desposeer
ἀποβιβάσαι (τινα) τῆς ἀρχῆς· τοῦ μὲν γὰρ φρονήματος ἀπεβίβασεSynes.Regn.M.66.1088B.