< ἀπιστία
ἄπιστος >
ἀπιστόκορος
,
-ον
harto de incredulidad
,
muy incrédulo
ἄνδρες
Orac.Sib
.1.150,
ψεῦσται
Orac.Sib
.1.177,
ἄνθρωποι
Orac.Sib
.1.329.