ἀπημφιεσμένως
adv. formado sobre part. perf. pas. de ἀπαμφιάζω q.u. sin disfraz, abiertamente
γυμνῶς τε καὶ ἀ. ... διδάσκεινCyr.Al.M.69.1036A,
ἀ. νομοθετεῖνCyr.Al.M.68.333C.
γυμνῶς τε καὶ ἀ. ... διδάσκεινCyr.Al.M.69.1036A,
ἀ. νομοθετεῖνCyr.Al.M.68.333C.