< ἀπεριφρονήτως
Ἀπέρλαι >
ἀπερίψυκτος
,
-ον
que no se enfría
τοὺς ἀλειψομένους ἀπεριψύκτους τηρεῖ
Gal.11.475,
τόποι
Sor.102.25.