< ἀπερίφραστος
ἀπερίψυκτος >
ἀπεριφρονήτως
adv.
sin desprecio
ἀ. καὶ ἀκαταγνώστως
SB
4114.5 (II/III d.C.), cf.
Stud.Pal
.20.219.18 (VII d.C.).