< ἀπερίτροπος
ἀπερίττωτος >
ἀπεριττότης
,
-ητος, ἡ
sencillez
τοῦ λόγου
S.E.
M
.2.23,
πρὸς αὐτάρκειαν τοῦ βίου καὶ ἀπεριττότητα ... παρασκευάζει
Clem.Al.
Paed
.1.12.98.