ἀπερίπτωτος, -ον
I
ὑδροφόβᾳDsc.2.47,
ἁμαρτήματιdel sabio estoico, D.L.7.122, cf. Chrysipp.Stoic.3.152
•neutr. como adv. sin caída ref. al sabio estoico
ἔκκλισιν ... ἀπερίπτωτα παρεσκευακέναιArr.Epict.1.1.31, cf. 4.6.26.
2 accidental, no buscado
συνέμπτωσις δέ, ἀ. ἐμφέρεια πραγμάτωνIsid.Pel.Ep.M.78.984B.
II adv. -ως cuidadosamente, con reflexión
ἔστι λυσιτελὲς λαλεῖν ἀ.Gr.Thaum.Eccl.M.10.1000C.