< ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτωτος >
ἀπερίπτυκτος
,
-ον
no envuelto
ἀπερίπτυκτον τοῦ στέρνου τὸ μέσον καταλιμπάνει
I.
AI
3.162.