ἀπερίληπτος, -ον


I 1neutr. subst. ilimitado τὸ τῆς ἐξουσίας ἀ. Plu.Pomp.25, τὸ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6.

2 indeterminado παράδειγμα Theol.Arith.58.

II 1indefinible, incomprensible ἰδέαι ... ἀ. λόγῳ Ph.2.24, τὰ σωματικὰ ... ἄπειρά τε ὄντα καὶ ἐπιστήμῃ ἀπερίληπτα Iambl.VP 159
abs. τὸ ἄπειρον Procl.Inst.93, cf. 150, Iambl.Myst.1.7, Dam.Pr.7, de Dios y la naturaleza divina, Origenes Princ.2.9.1, Epiph.Const.Haer.76.41, Gr.Naz.M.35.749C, Dion.Ar.CH M.3.329B, Basil.M.31.681A.

2 indefinido en cuanto al número, incontable καὶ τῶν μὲν ἀπλανῶν ... τὰ μὲν ἀκατονόμαστα ἡμῖν καὶ ἀ. Arat.Comm.318.17 (= Parm.A 40), (οἱ ἄνθρωποι) ἐπὶ μέρους εἰσὶν ἀναίσθητοι ἀ. καὶ ἄπεροι Placit.1.3.8, ἀ. ἐστι τὸ πλῆθος τῶν ... σχημάτων Hero Def.38, τὰ ἄτομα τῶν σωμάτων ... ἀπερίληπτά ἐστι Epicur.Ep.[2] 42, ἀ. ἀριθμὸς ἀνθρώπων Ph.1.352, αἱ τοιαῦται παραθέσεις σχεδὸν ἀ. εἰσι, πάμπολλοι οὖσαι A.D.Synt.5.14, κόσμοι ... ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμόν Gal.8.159, ὀνομασίαι Corn.ND 9.