< ἀπερικτύπητος
ἀπερίληπτος >
ἀπεριλάλητος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
1
ref. a Esquilo
poco hábil en circunloquios
Ar.
Ra
.839.
2
ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ
Hsch.