ἀπελευθερία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
1 manumisión
ἔσονται ἐξ ἀπελευθερίης βασιληίδος ἡμισύδουλοιMan.4.600.
2 estado de liberto, estado de emancipación Poll.3.83,
βελτίοσιν ἢ κατὰ ἀπελευθερίανD.C.48.45.9.
ἔσονται ἐξ ἀπελευθερίης βασιληίδος ἡμισύδουλοιMan.4.600.
βελτίοσιν ἢ κατὰ ἀπελευθερίανD.C.48.45.9.