ἀπελευθεριάζω
1 manumitir
τὰν ... ἀπηλευθερια(σ)μέναν ὑπὸ ΣωτηρίχουFD 3.388.4 (I a.C.).
2 ser libre, sin trabas
ἀπελευθεριάζουσα κίνησιςPh.1.419, cf. 277.
3 ser libertino, comportarse desvergonzadamente
ὑπ' αὐθαδείαςPh.2.31.
τὰν ... ἀπηλευθερια(σ)μέναν ὑπὸ ΣωτηρίχουFD 3.388.4 (I a.C.).
ἀπελευθεριάζουσα κίνησιςPh.1.419, cf. 277.
ὑπ' αὐθαδείαςPh.2.31.