< ἀπελευθερικός
ἀπελευθερίωσις >
ἀπελευθερισμός
,
-οῦ, ὁ
manumisión
τὸν ἀπελευθερισμ[ὸ]ν αὐτοῦ ἀναγράψαι
IG
9(1).109 (Elatea).