ἀπελευθερικός, -ή, -όν


1 liberto ἄνθρωπος Plu.Cic.7, Sull.1, γυνή PGnom.28, 29 (II d.C.), γένος Str.8.6.23.

2 relativo a los libertos νόμοι D. en Poll.3.83, ἀ]πέλυσεν τῶν ἀ. δικαίων SIG 1211.3, cf. SEG 26.691.3 (Tesalia).